- ὄσχεα
- ὄσχεονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οσχέα — ὀσχέα, ἡ (Α) βλ. όσχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχη (ΙΙ) + κατάλ. έα] … Dictionary of Greek
ορχέα — ὀρχέα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τοῡ ταύρου ὀ(σ)χέα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὀσχέα κατ επίδραση τού ὄρχις] … Dictionary of Greek
όρχεα — ὄρχεα, ἡ (Α) το όσχεο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχεα (πληθ. τού ὄσχεον) κατ επίδραση τού ὄρχις] … Dictionary of Greek
ՄՍԱՆ — (ի, աց. մսանունք նանց.) NBH 2 0302 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 12c գ. ՄՍԱՆ կամ ՄՍԱՆՈՒՆՔ. μηρίον, μηρός ile, ilium, ilia ὁσφύς lumbus, coxa ὅσχεος, ὁσχέα, ον scrotum. Ասի եւ ՄԿԱՆ. ըստ որում ʼի յն. մի՛ս է մուկն. եւ պրս. միյան,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)